Φράγκος

Φράγκος
ο
θηλ. και -ισσα (λ. λατ.), συνήθ. στον πληθ. Φράγκοι
1. περιληπτική ονομασία των λαών της δυτικής Ευρώπης χωρίς εθνολογική διάκριση.
2. οι χριστιανοί που δεν είναι ορθόδοξοι, οι καθολικοί και οι προτεστάντες: Με τους Φράγκους έχουμε το ίδιο ημερολόγιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Φράγκος — ο, ΝΜ, θηλ. Φράγκα και Φράγκισσα Ν 1. κάτοικος τής δυτικής Ευρώπης, χωρίς εθνολογική διάκριση 2. Ρωμαιοκαθολικός νεοελλ. στον πληθ. οι Φράγκοι γερμανικός λαός που εγκαταστάθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα στη δεξιά όχθη τού Ρήνου και αργότερα στη ρωμαϊκή… …   Dictionary of Greek

  • Κατελάνος, Φράγκος — (16ος αι.). Ζωγράφος. Καταγόταν από τη Θήβα. Θεωρείται o σημαντικότερος ζωγράφος μετά τον προγενέστερό του, Θεοφάνη. Με την υπογραφή του είναι γνωστή μόνο μία τοιχογραφική διακόσμηση, στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου, στη μονή της Λαύρας στον… …   Dictionary of Greek

  • Κονταρής, Φράγκος — (16ος αι.). Ζωγράφος από τη Θήβα. Φιλοτέχνησε μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο, σακελάριο Θηβών, την εκκλησία της Κράψης (Ήπειρος) και έπειτα τον νάρθηκα του καθολικού της μονής Βαρλαάμ (Μετέωρα). Η προσωπική καλλιτεχνική του προσφορά εντοπίζεται… …   Dictionary of Greek

  • Lingua franca — For other uses, see Lingua franca (disambiguation). A lingua franca (or working language, bridge language, vehicular language) is a language systematically used to make communication possible between people not sharing a mother tongue, in… …   Wikipedia

  • καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …   Dictionary of Greek

  • φραγκίζω — Ν (αμτβ.) συμπεριφέρομαι σαν Φράγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος. Το ρ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν Λεξικόν τού Karl Weiger] …   Dictionary of Greek

  • φραγκοφέρνω — Ν (αμτβ.) φέρομαι και ντύνομαι σαν Φράγκος, σαν να είμαι από τη δυτική Ευρώπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + φέρνω, β συνθετικό ρ. με σημ. «μοιάζω με...», που ανάγεται στο ρ. φέρω / φέρνω (πρβλ. αγγλο φέρνω)] …   Dictionary of Greek

  • φραγκόσυκο — το, Ν βοτ. ο εδώδιμος καρπός τής φραγκοσυκιάς, αλλ. αραπόσυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκο (βλ. λ. Φράγκος) + σύκο. Κατ άλλη άποψη, το α συνθετικό τής λ. ανάγεται στον τ. φραγή «φράχτης» λόγω τού ότι το δέντρο φυτεύεται στους φράχτες με παρετυμολ.… …   Dictionary of Greek

  • фряг — итальянец (Мельников 8, 235), др. русск. фрягъ, мн. фрязи (Новгор. I летоп., Хож. игум. Дан. 18). Согласный з проник из мн. числа также в ед.: фрязинъ, фрязь (Соболевский, Лекции 212). Через ср. греч. φράγκος франк (произносилось ŋg ) из ср. лат …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Greeklish — Mit dem Kofferwort Greeklish (griechisch auch Griklis Γκρίκλις, aus engl. Greek ‚griechisch‘ und English ‚englisch‘) wird die lateinschriftliche Transkription bzw. Transliteration des Griechischen in der Internet und Handy Kommunikation… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”